κοντόγεμος

κοντόγεμος
-η, -ο
αυτός που κοντεύει να γεμίσει, ο σχεδόν πλήρης: Έφερε κοντόγεμη τη στάμνα από τη βρύση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντόγεμος — η, ο και κοντογεμάτος, η, ο σχεδόν γεμάτος, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γεμος (< θ. γεμ τού γεμ ίζω), πρβλ. μισό γεμος, ολό γεμος] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”